-
1 ῥίς
ῥίς, ῥῑνός, ἡ, 1) die Nase; Hom., sowohl von Menschen als von Thieren, z. B. ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνα ἑκάστῳ ϑῆκε, Od. 4, 445; in Prosa überall; τῆς ῥινὸς ἕλκειν, an der Nase herumziehen, Luc. Hermot. 68 Pisc. 12, oft. – 2) im plur. ῥῖνες, die Nasenlöcher, στόμα τε ῥῖνές τε οὔδεϊ πλῆντο, Il. 14, 467; τέλος ϑανάτοιο κάλυψεν ὀφϑαλμοὺς ῥῖνάς τε, 16, 503; ϑάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῖνάς τε, Od. 5, 456, u. öfter; Hes. Sc. 267; Soph. φυσῶν τ' ἄνω πρὸς ῥῖνας ἔκ τε φοινίας πληγῆς αἷμα, Ai. 901; Hippocr. hat den ion. gen. ῥινέων; διὰ τῶν ῥινῶν, Plat. Prot. 334 c u. öfter, u. Folgde. – [Nur sp. Dichter haben ι auch kurz gebraucht, vgl. Jacobs A. P. p. 729.]
См. также в других словарях:
κηκίω — κηκίω, δωρ. τ. κακίω (Α) 1. αναβλύζω, εκρέω, τρέχω άφθονα (α. «θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῑνάς τε», Ομ. Οδ. β. «ἐκ βυθοῡ κηκῑον αἷμα», Σοφ.) 2. αναπέμπω («θερμὴν ἔτι κήκιε πόντος ἀϋτμήν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μέσ. κηκίομαι (για αίμα) στάζω… … Dictionary of Greek